- τεμενάς
- ο, Ν1. ανατολίτικος χαιρετισμός με βαθιά υπόκλιση και ανύψωση τού δεξιού χεριού από κάτω προς το στήθος, το στόμα και το μέτωπο2. στον πληθ. οι τεμενάδες(κατ' επέκτ.) εκδήλωση δουλικής υποταγής («αυτός δεν κάνει τεμενάδες σε κανέναν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. temennah].
Dictionary of Greek. 2013.